- έντρανος
- ἔντρανος, -ον (Μ)(για βλέμμα) Ι. εντρανής*, ατενής, στυλωμένος («όφθαλμοῑς ἐντράνοις θεάσασθαι»)ΙΙ. επίρρ. ἔντρανον και ἐντρανῶς και ἐντράνως1. ατενώς, επίμονα, θαρρετά2. δυνατά, ζωηρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.